Πώς να βοηθήσετε το παιδί να διαχειριστεί την… μετανάστευση
Η μετανάστευση είναι αναπόφευκτα μια πολύπλοκη κατάσταση, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό όλα τα μέλη της οικογένειας. Η Μαρία Σαράντη, κλινική ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος, συμβουλεύει για το πώς θα πρέπει οι γονείς να διαχειριστούν μια τέτοια κατάσταση και τί στάση θα πρέπει να κρατήσουν απέναντι στα παιδιά.
Η μετανάστευση ήταν μέχρι πρότινος ένα θέμα, το οποίο, όπως τουλάχιστον πιστεύαμε, ως λαός το είχαμε αφήσει στο παρελθόν. Όμως, την τελευταία πενταετία το ζήτημα της μετανάστευσης όχι μόνο έχει επανέλθει στο προσκήνιο, αλλά έχει πλέον πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε πολλοί κάνουν λόγο για αναβίωση του μεταναστευτικού κύματος της δεκαετίας του ’60. Ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη, είναι φυσικά και πολλές οικογένειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή η μετανάστευση αφορά μια ολόκληρη οικογένεια, αναμφισβήτητα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται τα παιδιά, τα οποία μέσα σε μια τόσο περίπλοκη κατάσταση βιώνουν προκλήσεις και συγκρούσεις σε πολλά επίπεδα.
Η κ. Μαρία Σαράντη, Κλινική ψυχολόγος- παιδοψυχολόγος συμβουλεύει σχετικά με το ποια στάση θα πρέπει να κρατήσουν οι γονείς, ώστε να βοηθήσουν τα παιδιά να «ανταπεξέλθουν» απέναντι σε ένα τόσο ιδιαίτερο θέμα όπως η μετανάστευση.
Πριν τη μεγάλη αλλαγή
Αρχικά, οι γονείς πρέπει να έχουν στο μυαλό τους, πως η μετανάστευση είναι μια απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά από τους ίδιους. Όπως αναφέρει και η κ. Σαράντη, «τα παιδιά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ερωτηθούν για το αν τελικά η οικογένεια θα εγκαταλείψει τη χώρα. Ένα τόσο σοβαρό ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί αποκλειστικά από τους γονείς, αφού μόνο αυτοί ως ενήλικες είναι σε θέση να αξιολογήσουν, αν η οικογένεια θα ωφεληθεί από την πιθανή μετανάστευση. Τα παιδιά, σίγουρα δεν είναι σε θέση να κρίνουν και να αποφασίσουν για ένα ζήτημα σαν αυτό».
Οι γονείς θα πρέπει να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένοι ως προς την τελική τους απόφαση, καθώς αυτή πρόκειται να καθορίσει το μέλλον ολόκληρης της οικογένειας. Όταν τελικά αυτή οριστικοποιηθεί, ακολουθεί η ανακοίνωσή της στα παιδιά. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο, ενώ όπως αναφέρει η κ. Σαράντη, «ο τρόπος με τον οποίο θα κάνουν οι γονείς την ανακοίνωση αυτή, παίζει καθοριστικό ρόλο στην ψυχολογία τους. Αναμφισβήτητα θα πρέπει να δείχνουν ότι αισθάνονται σίγουροι για την απόφασή τους και πως τη στηρίζουν απόλυτα, ενώ σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να φαίνονται αγχωμένοι και ανασφαλείς».
Αναμφισβήτητα σημαντικός παράγοντας για τη στάση που θα κρατήσουν οι γονείς, είναι η ηλικία του παιδιού. «Σίγουρα όσο μεγαλύτερο είναι το παιδί, τόσο πιο δύσκολα θα δεχτεί τη μετανάστευση, ενώ όπως είναι φυσικό άλλον αντίκτυπο έχει μια τέτοια αλλαγή σε ένα παιδάκι δύο ετών και άλλον σε ένα δεκαπεντάχρονο». Όταν λοιπόν η ηλικία του παιδιού το επιτρέπει, οι γονείς θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν διάλογο μαζί του. «Κάθε παιδί δείχνει από μόνο του, πόσο ανάγκη έχει να συζητήσει αυτό το θέμα, ενώ οι γονείς θα πρέπει μέσα από το διάλογο να εξαντλήσουν το θέμα στο έπακρο, απαντώντας σε κάθε πιθανή ερώτηση που το παιδί μπορεί να κάνει.», συμβουλεύει η ίδια. Σημαντικό είναι επίσης οι γονείς να δείξουν κατανόηση σε κάθε αντίδραση που μπορεί να έχει το παιδί και «να είναι δεκτικοί απέναντι στον έντονο συναισθηματισμό που θα επιφέρει η κατάσταση αυτή», προσθέτει η κα Σαράντη, «χωρίς να προβάλλουν τη λογική τους απέναντι στα συναισθήματα των παιδιών».
Ακόμη, η επερχόμενη αυτή αλλαγή θα πρέπει να προβληθεί ως κάτι θετικό για την οικογένεια, ενώ οι γονείς θα πρέπει να κάνουν τα παιδιά να καταλάβουν πως η μετανάστευση έχει μοναδικό σκοπό τη βελτίωση της ζωής τους», αναφέρει η κα Σαράντη. Οι γονείς μπορούν επίσης να μοιραστούν με τα παιδιά τις φιλοδοξίες τους και τις ελπίδες που γεννά στους ίδιους η επερχόμενη αυτή αλλαγή για ένα καλύτερο μέλλον.
Από την άλλη, όπως προσθέτει η ίδια, «αυτό δε σημαίνει πως οι γονείς μπορούν να πουν ψέματα στο παιδί για αυτό που πρόκειται να συναντήσουν στη χώρα υποδοχής τους, καθώς, αν φτάνοντας εκεί συναντήσουν μια διαφορετική πραγματικότητα, το πιο πιθανό είναι να νιώσει εξαπατημένο».
Μεγάλης σημασίας είναι επίσης και το θέμα της νέας γλώσσας. Αν η ηλικία των παιδιών το επιτρέπει, τότε τόσο οι γονείς, όσο και αυτά θα πρέπει να λάβουν ήδη κάποια μαθήματα πριν την αποχώρησή τους από την πατρίδα, ώστε φτάνοντας στο καινούριο τους «σπίτι» να γνωρίζουν τουλάχιστον τα βασικά της γλώσσας. Τα παιδιά είναι ίσως αυτά που έχουν περισσότερο ανάγκη για γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας, ειδικά αν πρόκειται να συνεχίσουν το σχολείο όχι σε κάποιο ελληνικό, αλλά σε κάποιο αντίστοιχο με τη χώρα υποδοχής τους.
Τέλος, πριν την αποχώρηση της οικογένειας οι γονείς δε θα πρέπει να παραλείψουν τον αποχαιρετισμό των αγαπημένων τους ανθρώπων. Όπως αναφέρει η κ. Σαράντη « Ο αποχαιρετισμός είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στην όλη διαδικασία, για αυτό και δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να παραλειφθεί. Ο αποχαιρετισμός, είναι αυτός που θα κάνει ευκολότερο και τον επερχόμενο αποχωρισμό του παιδιού από τους φίλους και τους συγγενείς του».
Η προσαρμογή
Μάλλον το πιο δύσκολο κομμάτι, έρχεται όταν τελικά η οικογένεια εγκατασταθεί στη χώρα υποδοχής. «Αναμφισβήτητα όλα τα μέλη επηρεάζονται, το καθένα με τον δικό του τρόπο και στον δικό του βαθμό. Όλα όμως ξεκινούν από τους γονείς και σίγουρα ο τρόπος που θα αντιμετωπίσουν εκείνοι τη μεγάλη αυτή αλλαγή θα επηρεάσει και τη στάση των παιδιών. Είναι σημαντικό τη δύσκολη αυτή περίοδο της προσαρμογής η οικογένεια να είναι ενωμένη όσο ποτέ». Οπωσδήποτε αν οι γονείς νιώθουν πιεσμένοι και ανασφαλείς, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το μεταφέρουν στα παιδιά, ενώ στο σημείο αυτό είναι πολύ σημαντική και η σχέση του ίδιου του ζευγαριού. «Οι γονείς θα πρέπει να συζητούν μεταξύ τους, κάθε τί που τους απασχολεί, ενώ τα παιδιά καλό θα ήταν να μην παρίστανται σε αυτό».
Οπωσδήποτε τη δύσκολη περίοδο της προσαρμογής οι γονείς πρέπει να μιλούν συχνά με τα παιδιά και να ακούν όλους τους προβληματισμούς τους. Ακόμη, όπως αναφέρει η κ. Σαράντη, «καλό θα ήταν να μιλήσουν στους δασκάλους των παιδιών, και να τους εξηγήσουν την κατάσταση, ώστε κι εκείνοι να είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι απέναντί τους».
Aκόμη, το παιδί θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσει το νέο του περιβάλλον. «Το ζητούμενο είναι τα παιδί να αρχίσει να αισθάνεται οικεία. Οι γονείς μπορούν να οργανώνουν βόλτες στη γειτονιά, να μιλούν στα παιδιά για την ιστορία του τόπου και γενικότερα να προσπαθούν να συναναστρέφονται συχνά τους εκεί ανθρώπους», αναφέρει η κ. Σαράντη.
Βοηθητική επίσης την περίοδο της προσαρμογής θα μπορούσε να αποδειχθεί η αναζήτηση ομογενών στη χώρα υποδοχής. Οι γονείς μπορούν πιθανώς να αναζητήσουν ελληνικά εστιατόρια και άλλα στέκια ομογενών, ενώ συχνά συνδετικός κρίκος μπορεί να είναι και η εκκλησία. Όπως μάλιστα προσθέτει η κα Σαράντη «σε περιπτώσεις όπου δεν περιμένει την οικογένεια κάποιος φίλος ή συγγενής στη χώρα υποδοχής, οι ομοιογενείς, συχνά λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο σαν οικογένεια, βοηθώντας να γίνει πολύ πιο ομαλά η προσαρμογή».
Η μετανάστευση είναι σίγουρα και ένα πολιτισμικό σοκ για την οικογένεια, καθώς ακόμη και αν η χώρα υποδοχής είναι πολιτισμικά «κοντινή», σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό η οικογένεια καλείται να προσαρμοστεί σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Αυτό είναι κάτι, το οποίο οι γονείς θα πρέπει οπωσδήποτε να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχθούν, καθώς σε καμία περίπτωση η ζωή τους δε θα μπορέσει να παραμείνει ίδια. Σίγουρα θα πρέπει να περάσουν στα παιδιά το «μήνυμα» της διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας, σε καμία περίπτωση όμως, όπως αναφέρει η κ. Σαράντη «δε θα πρέπει να κρατήσουν αρνητική στάση απέναντι στην υιοθέτηση νέων στοιχείων στη συμπεριφορά των παιδιών, καθώς αυτό είναι αναπόφευκτο στο πλαίσιο της αφομοίωσής τους».